- ζαβρός
- ζαβρόςmasc /fem nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζαβρός — ζαβρός, ὸν (Α) (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πολυφάγος» … Dictionary of Greek
ζαβρός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβρόν — ζαβρός masc/fem acc sg ζαβρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek